- χοιραδικός
- -ή, -ό / χοιραδικός, -ή, -όν, ΝΑ [χοιράς, -άδος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες, στα οιδήματα τών αδένων τού λαιμούνεοελλ.(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χοιράδωσηαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ χοιραδικόνείδος φαρμάκου.
Dictionary of Greek. 2013.